Τετάρτη 11 Απριλίου 2012

(at the end of) junkie love


Όσο για το πώς θα τα καταφέρω με την επανένταξή μου στην «κανονική» κοινωνία- λοιπόν, ποιος μπορεί να ξέρει? Καμιά φορά βλέπω όλους αυτούς τους μανιακούς να πηγαίνουν στη δουλειά κάθε μέρα, με τα σφιγμένα μίζερα πρόσωπά τους, και στ’ αλήθεια αναρωτιέμαι ποιος είναι ο τρελός της υπόθεσης, εγώ ή αυτοί. 

Εννοώ, φαίνονται απλά να υπνοβατούν ζεμένοι γύρω από τον τροχό προς τον θάνατό τους, ή μήπως ξέρουν κάτι παραπάνω που εγώ αγνοώ? Ασφαλώς αν γνωρίζουν, τότε ο αστείος είμαι εγώ- μα πραγματικά δε νομίζω ότι γνωρίζουν. Νομίζω ότι ο καθένας τους ρουφιέται μέσα στην μηχανή με τον έναν η τον άλλο τρόπο, και πριν καλά καλά το καταλάβουν βρίσκονται παγιδευμένοι και κλειδωμένοι σ’ ένα σύστημα που ο καθένας τους ισχυρίζεται ότι μισεί, μα που στην πραγματικότητα όλοι είναι εθισμένοι: θέλεις όμορφα, μοδάτα ρούχα, ώστε να δείχνεις ωραίος και γοητευτικός στους άλλους, θέλεις πρόσβαση στα νέα και την πληροφορία, γιατί η γνώση είναι δύναμη και την χρειάζεσαι για να πετύχεις, θέλεις να αγοράσεις ένα σπίτι σε μια καλή γειτονιά όπου θα μπορείς να νιώθεις ασφαλής και χαλαρός από τον έξω κόσμο, θέλεις ένα γρήγορο μοντέρνο αμάξι με όλη την τελευταία τεχνολογία έτσι ώστε να ταξιδεύεις από το Α στο Β με άνεση στον συντομότερο δυνατό χρόνο, θέλεις φαξ, τηλέφωνα, κινητά τηλέφωνα, υπολογιστές,- πράγματα που υποτίθεται κάνουν την ζωή πιο εύκολη και λιγότερο πολύπλοκη, αλλά που φυσικά έχουν ακριβώς το αντίθετο αποτέλεσμα. 

Κι αν δεν τα θέλεις όλα αυτά, τότε βεβαίως θα θεωρηθείς απ’ την πλειοψηφία σαν κάποιο είδος κρετίνου ή κοινωνικά απροσάρμοστου. Κι αν η ζωή του να είσαι ο παρίας της φυλής δεν σου φαίνεται ελκυστική, τότε θα πρέπει να βρεις μια δουλειά που θα σου αποφέρει αρκετά λεφτά έτσι ώστε να αγοράσεις αυτά τα πράγματα, κι αυτή η δουλειά θα είναι λίγο ή πολύ εξευτελιστική, εξαρτάται από το επίπεδο των σπουδών σου και -ή αποκλειστικά- από τις διασυνδέσεις της οικογένειας. Εναλλακτικά, μπορείς να ξεκινήσεις τη δική σου μικρή επιχείρηση υποθηκεύοντας τον εαυτό σου στις τράπεζες, και να γίνεις ένα ακόμη απαραίτητο μεν αλλά μικρό και υποδεέστερο γρανάζι στη μηχανή, και έτσι με την σειρά σου, είτε ένας πάροχος θέσεων εργασίας, είτε ένας εκμεταλλευτής του κόπου των άλλων, ανάλογα από ποια σκοπιά βλέπεις τα πράγματα. Σε κάθε περίπτωση, θα είσαι κάποιο είδος λειτουργού, εκπληρώνοντας ένα ρόλο σε μια κοινωνία, που επίσης δεν καταλαβαίνεις, ούτε αισθάνεσαι ιδιαιτέρα κομμάτι της. 

Και τότε έρχονται τα παιδιά, και φυσικά θέλουν πράγματα και αυτά: Έχουν κι αυτά το δικό τους σύστημα από σύμβολα κύρους προγραμματισμένο μέσα τους ακόμη και στην πιο μικρή ηλικία- ακριβούς εκπαιδευτές, ηλεκτρονικά παιχνίδια, CD players, και λοιπά και λοιπά- και οι image makers και οι διαφημιστές, είναι τόσο επιτυχημένοι εδώ, έτσι ώστε αν δεν αγοράσεις στο παιδί σου όλα αυτά τα πράγματα που έχει το παιδί απέναντι, τότε υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να του δημιουργήσεις ανεπανόρθωτο ψυχολογικό τραύμα, ένα κόμπλεξ κατωτερότητας για μια ζωή. Έτσι η μηχανή σφίγγει την λαβή της, παρασέρνεσαι  μέσα της όλο και βαθύτερα, και ο μόνο τρόπος για να σταθείς, είναι να το πάρεις στην πλάκα όλο αυτό, να υποκριθείς ότι «μεγάλωσες πια» και να δεχτείς ότι «έτσι είναι η ζωή».
Δεν είναι απλά ηλιθιότητα- είναι το ότι όλοι βρίσκονται στην ίδια βάρκα, και άρα υπάρχει κάποιου είδους σιωπηρή συμφωνία, για να μην νιώθει όλος αυτός ο κόσμος τόσο άσχημα για τον εαυτό του και για το που πηγαίνουν τα πράγματα γενικά.

Μισώ τους γαμιόληδες που υποτίθεται ελέγχουν αυτή τη μηχανή, και καρπώνονται τα οφέλη της, κοιτάζοντας κάτω από ψηλά με βαθιά ικανοποίηση, και αισθάνομαι μεγάλη χαρά κάθε φορά που τα σκατώνουν, εκθέτοντας όλο και περισσότερο τον εαυτό τους.
Στην προσπάθειά μου, όμως, να μην είμαι ούτε πρόβατο ούτε λύκος, τελικά κατέληξα να γίνω κατσαρίδα – έτσι τώρα πια, που μπορώ να πάω από εδώ?  
Θα πρέπει να υπάρχει και κάποιος άλλος δρόμος πέρα από την υποχωρητικότητα και την σκληρή εκμετάλλευση – (εκτός από την απόρριψη και την εξέγερση που με οδήγησε ως εδώ που είμαι τώρα) κάποιο κόλπο να ξεπερνάς τα εμπόδια, να συναντάς και να επικοινωνείς με ανθρώπους που έχουν παρόμοιες ιδέες, αλλά έχουν βρει ένα τρόπο  να υπάρχουν δημιουργικά στο περιθώριο χωρίς να υποκύψουν στην αρνητικότητα και την απόγνωση. 
Φαντάζομαι είναι ένας σκληρός και μοναχικός δρόμος, και θα πρέπει να βασιστείς στην ευστροφία και το ένστικτό σου αν αποφασίσεις να τον διαβείς – χωρίς σύνταξη και υγειονομική ασφάλιση, χωρίς μισθολογικές κλίμακες και ετήσιες αυξήσεις- αλλά υποθέτω ότι το να είσαι πρεζόνι για δέκα χρόνια είναι μια καλή εξάσκηση για αυτό. 

Ξανασκέφτομαι τους εθισμένους στην δύναμη και τους τρελαμένους με τον έλεγχο, τα άπληστα μεγάλα κεφάλια και τους πρωκτοερωτικούς τύπους των μάνατζερ σε όλη την πορεία της γαμημένης γραμμής, κι ακόμη κι αν σημαίνει ότι θα καταλήξω να παίζω μπουνιές με το είδωλό μου σε μια ατέλειωτη  αίθουσα από καθρέφτες, νομίζω ότι θα είναι πολύ πιο ενδιαφέρον και ανταποδοτικό απ’ αυτό που κάνω αυτή την στιγμή. 

Αλλά για την ώρα, εστιάζω στο να γίνω καλύτερα. Μόλις τα ναρκωτικά φύγουν από τον οργανισμό μου, θα μάθω στον εαυτό μου πώς να σκέφτεται και να νιώθει ξανά, και τότε θα πάρω ένα σκληρό και αποφασιστικό βλέμα, και θα δω πως μοιάζει ο κόσμος στην απέναντι πλευρά του δρόμου.

text: Το τέλος από το βιβλίο του Phil Shoenfelt: Junkie Love, Twisted Spoon Press 2001. Μετάφραση...: saunterer & co.
music: Phil Shoenfelt & Southern Cross – Lonely Street, Blue Highway CD, Indies records 
1997.