Τρίτη 16 Σεπτεμβρίου 2014

The Silver Skeleton Band - Snake Highs

Self Released
2013
Ακόμη και μια χιλιοειπωμένη ιστορία αν ειπωθεί από κάποιον που κατέχει αληθινά την τέχνη της αφήγησης μπορεί να σε κάνει να την απολαύσεις σαν να την άκουσες πρώτη φορά... περίπου.

Κάπως έτσι μέσα στον ορυμαγδό από μπάντες που έχουν πολύ ψυχεδελικά ονόματα, εξώφυλλα, όργανα (...μουσικά), χτενίσματα, ρούχα, μπότες, και ότι άλλο, μα όταν φτάνουμε στο ζητούμενο μουσικό μέρος της υπόθεσης, ακούγονται σαν να είναι βγαλμένες όλες από το ίδιο και το ίδιο, μετρίου ύψους και ποιότητας -για να τους χωράει κουτσά στραβά όλους- καλούπι, κάπως έτσι έλεγα, σκάει μια στο τόσο και κάποια μπάντα που μπορεί με την σειρά της να πλιατσικολογεί ανηλεώς μέχρι τελευταίου καντηλιού το αφύλακτο νεκροταφείο του rock and roll, μα το κάνει με τόσο γούστο και στυλ που σε κάνει να ξεχνάς το αποτρόπαιο του πράγματος και να αρχίζεις να κουνάς ρυθμικά τα πόδια σου πάνω σε κείνον τον παλιό, καλυμμένο από υγρασία και μούχλα τάφο. 

Τέτοιοι νέοι και ωραίοι τυμβωρύχοι είναι οι Καναδοί The Silver Skeleton Band, και η στοιχειωμένη ιστορία που μας εξιστορούν περνάει πρώτα από τα σαράντα κύματα του αγριεμένου ωκεανού, ακροβατώντας στην κόψη μιας σανίδας του surf που γλύφει με την λεπίδα της το τσουλούφι του Link Wray, συναντά -όπως κόσμος και κοσμάκης τελευταία- τους 13th Floor Elevators αλλά και τους Seeds και τους Calico Wall για το κυρίως μέρος της υπόθεσης, κάνει την έκπληξη εμφανίζοντας έναν μικρό άσσο από το μανίκι μουλιασμένο νύχτες χωρίς φεγγάρι στην heavy ψυχεδέλεια και το πρώιμο hard rock, ενώ οι κύριοι Cale και Reed δεν μένουν για μια ακόμη φορά παραπονεμένοι όπως επίσης φαντάζομαι ούτε ο Lux (ένας είναι ο Lux), για να τελειώσει μέσα σε μια καταιγίδα από ριπές βροχής, αστραπές, κεραυνούς και τριξίματα φερέτρων που ανοίγουν απειλητικά από δρακουλιάριδες των 80's εκδρομείς και αναβιωτές, σαν τους Gravedigger V, τους Fuzztones και βέβαια τους συμπατριώτες τους, αλήστου μνήμης The Worst (Greg Johnson RIP). Η χαρά του βουτηγμένου όταν ήταν μικρός μέσα στη χύτρα του γράσου γκαραζιέρη, και η λαχτάρα του τουρίστα περαστικού από τα μέρη μας χιπστερά δηλαδή...

Το όλο σκηνικό εκτυλίσσεται σε εννέα μέρη-κομμάτια, όπου συμμετέχουν τέσσερεις σκελετοί που παίζουν -καλά, πολύ καλά- όλα όσα θα ζητούσαμε και θα ονειρευόμασταν από δαύτους, μετά από τέτοια συστατική επιστολή, δίχως να φείδονται στις ξυραφιές της κιθάρας ούτε στο πάτημα του fuzz πεταλιού μα ούτε και σ' αυτό των πλήκτρων μιας επίμονης και ανατριχιαστικής farfisa. Τι άλλο να ζητήσει κανείς...

Για τα garage δεδομένα, ειδικά αν συνυπολογίσουμε και την εποχή που θυμίζει τον Καίσαρα, ο δίσκος πλησιάζει βαθμολογικά το 9, με άλλα λόγια είναι αριστούργημα του είδους, αλλά επειδή υποψιάζομαι ότι τους περισσότερους αναγνώστες του mic δεν τους ενθουσιάζουν τα γρασόλουτρα ούτε και τα μακάβρια πάρτι θα του βάλω και μια γενική βαθμολογία που θα είναι το: 7

Πρώτη δημοσίευση στο mic.gr

bandcamp